- αχρονολόγητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι χρονολογημένος: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι αχρονολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχρονολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογία 2. αυτός που δεν μπορεί να χρονολογηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χρονολογώ ( έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] … Dictionary of Greek
Μέτσου, Γκάμπριελ — (Gabriel Metsu, Λέιντεν 1629 – Άμστερνταμ 1667). Ολλανδός ζωγράφος. Παρά τη σύντομη σταδιοδρομία του, κληροδότησε στις επόμενες γενιές σημαντικό έργο. Ορισμένα από τα πλέον αγαπημένα θέματά του ήταν οι μουσικοί θίασοι, οι γεροντικές μορφές… … Dictionary of Greek